-
1 πέραν
a overly, overmuchεἴ τι πέραν ἀερθεὶς ἀνέκραγον N. 7.75
b prep. c. gen., beyond, overκαὶ πέραν πόντοιο πάλλοντ' αἰετοί N. 5.21
μυρίαι δ' ἔργων καλῶν τέτμανθ κέλευθοι καὶ πέραν Νείλοιο παγᾶν καὶ δἰ Ψπερβορέους I. 6.23
πέραν Ἀ[θόω] Pae. 2.61
c emphasising διά, πέραν ἰσθμὸν διαβαίς right across fr. 140a. 65 (39). -
2 πόντος
πόντος (-ος, -ου, -οιο, -ῳ, -ον.)1 seaἐν πόντῳ O. 12.3
γᾶν τε καὶ πόντον κατ' ἀμαιμάκετον P. 1.14
ἐς βαθεῖαν πόντου πλάκα P. 1.24
ἀπὸ ναῶν ὅ σφιν ἐν πόντῳ βάλεθ' ἁλικίαν P. 1.74
βαθὺν πόντον περάσαις P. 3.76
“ ἐκ πόντου σαώθη” P. 4.161πόντου κελεύθους P. 4.195
πόντῳ τ' ἐρυθρῷ P. 4.251
“ καὶ μέλλεις ὑπὲρ πόντου Διὸς ἔξοχον ποτὶ κᾶπον ἐνεῖκαι” P. 9.52ὅσσους μὲν ἐν χέρσῳ κτανών, ὅσσους δὲ πόντῳ θῆρας ἀιδροδίκας N. 1.63
οὐρανοῦ βασιλῆες πόντου τ N. 4.67
ὃν Ψαμάθεια τίκτ' ἐπὶ ῥηγμῖνι πόντου N. 5.13
καὶ πέραν πόντοιο πάλλοντ' αἰετοί N. 5.21
πόντου τε γέφυρ' ἀκάμαντος (cf. I. 4.20) N. 6.39πολλὰ μὲν ἐν κονίᾳ χέρσῳ, τὰ δὲ γείτονι πόντῳ φάσομαι N. 9.43
τρὶς μὲν ἐν πόντοιο πύλαισι λαχών at the Isthmus N. 10.27ὀρνιχολόχῳ τε καὶ ὃν πόντος τράφει I. 1.48
καὶ πάγκαρπον ἐπὶ χθόνα καὶ διὰ πόντον βέβακεν ἐργμάτων ἀκτὶς I. 4.41
ἐριζόμεναι νᾶες ἐν πόντῳ I. 5.5
οἷοι δ' ἀρετὰν δελφῖνες ἐν πόντῳ I. 9.7
θεοδμάτα πόντου θύγατερ Delos fr. 33c. 2. ὀνομακλύτα γ' ἔνεσσι Δωριεῖ μεδέοισα [πό]ντῳ νᾶσος sc.Αἴγινα Pae. 6.124
πόντου κενέωσιν λτ;γτ; ἂμ πέδον Pae. 9.16
πόντοιο Πα. 13. a. 4. ὠκύαλον τε πόντου [ῥ]ιπὰν ἐτάραξε ( ὠκύαλον Νότου ῥιπὰν coni. Wil.) Παρθ. 2. 1. ἄστρα τε καὶ ποταμοὶ καὶ κύματα πόντου fr. 136. ἀκύμονος ἐν πόντου πελάγει fr. 140b. 16. ἐπερχόμενον τε μαλάσσοντες βίαιον πόντον ὠκείας τ' ἀνέμων ῥιπάς *fr. 140c. 2*. ὅσ' ἀγλαὰ χθὼν πόντου τε ῥιπαὶ φέροισιν fr. 220. 3. πόντον ἐρίβρομον ?fr. 351. ] τρέφεται καὶ ὅσ' ἐν πόντῳ[ P. Oxy. 2622, fr. 1. 13 ad ?fr. 346. -
3 πάλλω
A ; [dialect] Ep. πάλλον always in Hom. (v. infr.): [tense] aor. 1 ; [dialect] Ep.πῆλα Il.6.474
: [dialect] Ep. [tense] aor. 2 part.πεπᾰλών Hom.
only in compd. ἀμπεπαλών:—[voice] Med., [tense] aor. 1πήλασθαι Call.Jov.64
: πεπάλασθε, πεπαλάσθαι (v. παλάσσω ) have been attributed to πάλλω; πεπάλεσθε, πεπαλέσθαι are conjectured as more prob. forms:—[voice] Pass., [tense] pf. (lyr.): [tense] aor. 2 ἐπάλην ([etym.] ἀν-) Str.8.6.21: [dialect] Ep. [tense] aor.πάλτο Il.15.645
(in 13.643, 21.140, ἐπᾶλτο is from ἐφάλλομαι):—poise, sway a missile before it is thrown,τὸ μὲν [ἔγχος] οὐ δύνατ' ἄλλος Ἀχαιῶν πάλλειν, ἀλλά μιν οἶος ἐπίστατο πῆλαι Ἀχιλλεύς Il.16.142
; [αἰχμήν], ἣν.. πάλλεν δεξιτερῇ 22.320
;δοῦρε δύω.. πάλλων 3.19
;χερμάδιον.. ὃ οὐ δύο γ' ἄνδρε φέροιεν.., ὁ δέ μιν ῥέα πάλλε καὶ οἶος 5.304
; ἄκοντα, λόγχην π., Pi.N.3.45, E.IT 824; .2 generally, sway, brandish, [ σάκος] Hes.Sc. 321; ἰτύν, πέλτας, E. Ion 210 (lyr.), Ba. 783; toss a child, πῆλε χερσίν, of Hector and Astyanax, Il.6.474, cf. E.Hec. 1158; Νὺξ ὄχημ' ἔπαλλεν she drove it furiously, Id. Ion 1151.3 κλήρους ἐν κυνέῃ χαλκήρεϊ πάλλον shook the lots together in a helmet, Il.3.316, cf. Od.10.206; πάλλεν shook the lots, Il.3.324, 7.181; but στάντες δ' ὅθ' αὐτοὺς οἱ.. βραβῆς κλήροις ἔπηλαν καὶ κατέστησαν δίφρους ranged them by casting lots, S.El. 710:—[voice] Med., draw lots, ἔλαχον πολιὴν ἅλα παλλομένων I obtained the white sea when we cast lots, Il.15.191; , cf. Hdt.3.128:—[voice] Pass.,κλῆρος οὐκ ἐπάλλετο S.Ant. 396
.II [voice] Pass., swing, dash oneself, ἐν ἄντυγι πάλτο tripped on the shield-rim, Il.15.645; quiver, leap, esp. in fear, ;πέπαλταί μοι φίλον κέαρ A. Ch. 410
; of the person,παλλομένη κραδίην Il. 22.461
; δείματι παλλόμεναι, -οι, h.Cer. 293, Orac. ap. Hdt.7.140, etc.;γόνυ πάλλεται γερόντων Ar.Ra. 345
; of dying fish, quiver, leap, Hdt. 1.141, cf. 9.120; καὶ πέραν πόντοιο πάλλοντ' αἰετοί fly quivering even beyond the sea, Pi.N.5.21; vibrate, of strings, Pl.Phd. 94c ( ψάλλοιτο ap. Stob.); σκιρτητικὸν καὶ παλλόμενον τὸ νέον (etym. of Παλλάς) Corn.ND20, cf. Pl.Cra. 407a.III intr., leap, bound, E.El. 435, Ar.Lys. 1304 (lyr.); quiver, quake,φρένα δείματι πάλλων S.OT 153
(lyr.); dash along, of horses, E.El. 477 (lyr.). -
4 αἰετός
αἰετός (-ός, -οῦ, -όν; -οί, -ῶν)1 eaglea lit.,εὕδει δ' ἀνὰ σκάπτῳ Διὸς αἰετός P. 1.6
θεός, ὃ καὶ πτερόεντ' αἰετὸν κίχε P. 2.50
χρυσέων Διὸς αἰετῶν πάρεδρος ἱέρεα P. 4.4
θάρσος τε τανύπτερος ἐν ὄρνιξιν αἰετὸς ἔπλετο (sc. Ἀρκεσίλας.) P. 5.112ἔστι δ' αἰετὸς ὠκὺς ἐν ποτανοῖς N. 3.80
καὶ πέραν πόντοιο πάλλοντ' αἰετοί N. 5.21
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῤόμβον ἴσχει I. 4.47
πέμψεν θεὸς ἀρχὸν οἰωνῶν μέγαν αἰετόν I. 6.50
b pediment = ἀέτωμα, cf. O. 13.21 χρύσεαι δ' ἕξ ὑπὲρ αἰετοῦ ἄειδον Κηληδόνες (v. 1. ἀετοῦ. of the third temple of Apollo at Delphi.) Pae. 8.70c test. v. ὀμφαλός fr. 54. -
5 πάλλω
a shake χερσὶ θαμινὰ βραχυσίδαρον ἄκοντα πάλλων ἴσα τ' ἀνέμοις (sc. Ἀχιλλεύς) N. 3.45b med. & pass., leap, swoop (cf. O. 13.72; Leumann, Hom. Wörter, 60f.)καὶ πέραν πόντοιο πάλλοντ' αἰετοί N. 5.21
met., καὶ ἐς Αἰθίοπας Μέμνονος οὐκ ἀπονοστήσαντος ἔπαλτο (sc. ὄνυμ' αὐτῶν: ἔπαλτο e Σ ἐπάλθη Schneidewin: ἐπᾶλτο ab ἐφάλλομαι ductum codd.) N. 6.50c in tmesis. ἀνὰ δ' ἔπαλτ ὀρθῷ ποδί (v. ἀναπάλλω) O. 13.72
См. также в других словарях:
πάλλω — (ΑΜ πάλλω) 1. κάνω κάτι να κινείται παλινδρομικά και γρήγορα, κινώ κάτι παλμικά, σείω, κραδαίνω, δονώ (α. «πάλλω τη χορδή» β. «λόγχην πατρός... χερσὶ πάλλων», Ευρ.) 2. εκτελώ παλμική κίνηση, δονούμαι, κραδαίνομαι 3. μέσ. πάλλομαι κινούμαι ρυθμικά … Dictionary of Greek